17 Δεκεμβρίου 2023
Τσακωμοί ανάμεσα στα αδέρφια: κατάρα ή ευλογία; [Τί ρόλο μπορούμε να παίξουμε οι γονείς]
Ανάγνωση σε 4′
Τα αδέρφια τσακώνονται, είναι μία αναπόφευκτη συγκυρία. Το πώς εμείς αντιδράμε στις συγκρούσεις τους όμως, μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά ανάμεσα στο να έχουν καλές σχέσεις σε μεγαλύτερη ηλικία ή μόνιμο ανταγωνισμό και ενδεχομένως, αποξένωση.
Τα αδέρφια, έχουν ένα μεγάλο προτέρημα όμως. Η σχέση τους με το αδερφάκι τους μπορεί να τους διδάξει δεξιότητες επίλυσης διαφορών που θα τους φανούν χρήσιμες σε όλες τις σχέσεις που θα συνάψουν αργότερα, με οικογένεια, συνεργάτες και φίλους, αλλά και με το γενικό κοινό.
Αρκεί εμείς οι γονείς να βάλουμε ένα λιθαράκι σε αυτή την προσπάθεια.
Γιατί δεν φτάνει απλώς να αφήσουμε τα παιδιά να τσακώνονται μέχρι να τα βρουν μόνα τους. Σε αυτή την περίπτωση, κινδυνεύουμε να αφήσουμε το πιο αδύναμο, που συνήθως είναι το μικρότερο, στο έλεος του πιο δυνατού.
Ανάλογα και με τα βιώματα της δικής μας παιδικής ηλικίας, μπορεί τη στιγμή του τσακωμού να αντιδράσουμε με ψυχραιμία, ή να βγούμε εντελώς εκτός ελέγχου. Καμιά φορά, αν είχαμε υπάρξει θύμα κάποιας μορφής βίας από τα αδέρφια μας, έχουμε περισσότερους λόγους να μάς αγγίζει βαθύτερα η διένεξη των παιδιών μας μεταξύ τους και να αντιδράμε ανάλογα.
Όποια και να είναι η κατάσταση, έχει σημασία να επεμβαίνουμε στους καυγάδες των παιδιών όσο πιο ήρεμοι μπορούμε, προκειμένου να καταφέρουμε δύο πράγματα:
- Να σταματήσουμε τον τσακωμό και την πιθανή φυσική βία που μπορεί να προκύψει
- Να καθοδηγήσουμε τα παιδιά μας στο πώς μπορούν να λύσουν τη διαφορά τους
Αν διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, καταφέρνουμε από τη μία να παραδειγματίσουμε τα παιδιά με τη συμπεριφορά μας, ότι δηλαδή οποιαδήποτε κατάσταση έντασης μπορεί να αντιμετωπιστεί με ηρεμία, και από την άλλη, δεν διογκώνουμε το συμβάν δυσανάλογα, κάνοντάς το να φαντάζει στα παιδιά σαν κάτι πιο τρομερό απ’ό,τι είναι.
Εξάλλου, οι τσακωμοί ανάμεσα στα αδέρφια είναι κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο, και έτσι θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε.
Αν τώρα παρατηρήσουμε δείγματα επιθετικότητας του παιδιού μας και εκτός σπιτιού με άλλα παιδάκια ή και με εμάς, τη μαμά ή το μπαμπά, τότε πρέπει να αναζητήσουμε τη βαθύτερη αιτία που συμβαίνει αυτό και να την αντιμετωπίσουμε.
Τί ρόλο μπορούμε να παίξουμε οι γονείς
Ας πούμε λοιπόν ότι το μεγαλύτερο αδερφάκι θυμώνει πολύ, φωνάζει και επιτίθεται στο πιο μικρό. Το χτυπάει και εκείνο αρχίζει να κλαίει δυνατά. Τί μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή;
1.Χωρίς φωνές και επιπλήξεις, να πάρουμε το μικρό αγκαλιά, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το θύμα, να το ρωτήσουμε αν πονάει, πού πονάει, να το φιλήσουμε στο σημείο και άλλα ανάλογα που θα το παρηγορήσουν.
Έτσι, το μεγαλύτερο θα δει ότι όταν χτυπάει το μικρό, η προσοχή της μαμάς ή του μπαμπά στρέφεται προς το μικρό παιδί. Μπορεί το μεγαλύτερο να ζηλέψει, αλλά και εκείνο θέλει την προσοχή του γονιού και έτσι θα καταλάβει ότι όταν γίνεται επιθετικό προς το αδερφάκι του, δεν την κερδίζει.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να αφήσουμε το μεγαλύτερο παιδί με τη ζήλεια του, γιατί το αίσθημα αδικίας που νιώθει υπάρχει ακόμα, και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε δίνοντάς του την δυνατότητα να εκφράσει και τη δική του πλευρά. Κάτι που θα κάνουμε αμέσως μόλις καταλάβουμε ότι το μικρό είναι εντάξει και έχει ηρεμήσει.
2.Να μπούμε ανάμεσα στα παιδιά και να τα χωρίσουμε λέγοντας: Ώπ! Τί έγινε εδώ; Βλέπω τον ένα πολύ θυμωμένο και τον άλλο να κλαίει / να φοβάται κτλ. Για πείτε μου, τί έχει συμβεί; Και να δώσουμε το λόγο στο κάθε παιδί να περιγράψει την πλευρά του. Ένα μικρότερο παιδάκι μπορεί να μη μπορεί να μάς περιγράψει με ευφράδεια το τί έγινε, αλλά αυτό θα το καταλάβουμε έτσι κι αλλιώς από τα λίγα που θα πει ή από τη συγκυρία.
Όταν έχουν εισακουστεί και τα δύο παιδιά, δε χρειάζεται να κάνουμε πολλά, το πιθανότερο είναι ότι θα έχουν ήδη ηρεμήσει λίγο ώστε να μπορέσουν με τη μεσολάβησή μας να λύσουν μόνα τους τη διαφορά τους. Επιπλέον, θα έχουν ακούσει το καθένα και να την πλευρά του άλλου. Μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά πρώτα να μάς πουν τί θα μπορούσε να γίνει και αν θέλουμε και κρίνουμε ότι είναι χρήσιμο, να προτείνουμε κι εμείς πιθανές λύσεις.
Λίγα λόγια και κοφτά. ‘Δε χτυπάμε, πονάει. Αυτός είναι ο κανόνας του σπιτιού μας. Δε γρατζουνάμε, δε δαγκώνουμε, δε φωνάζουμε κτλ. Ας δούμε τώρα τί μπορούμε να κάνουμε.’
Δεν λέμε φυσικά ‘δε θυμώνουμε,’ τα συναισθήματα είναι όλα αποδεκτά, το θέμα είναι πώς διαχειριζόμαστε αυτά τα συναισθήματα. Ειδικά τα πιο δύσκολα.
Ούτε χτυπάμε το παιδί μας επειδή χτύπησε το αδερφάκι του, γιατί έτσι του δίνουμε μικτά μηνύματα. Από τη στιγμή που δεν πρέπει να χτυπάει εκείνο, πώς είναι αποδεκτό να χτυπάμε εμείς;
Θα σταματήσουν να τσακώνονται;
Δε σημαίνει ότι με τη μία φορά που θα κάνουμε το παραπάνω θα σταματήσουν οι τσακωμοί. Θα τύχει ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά λοιπόν κι εμείς, θα ακολουθήσουμε την τακτική μας. Αυτή που έχουμε δει ότι είναι πιο εύκολη για εμάς ή πιο αποτελεσματική.
Με τον τρόπο αυτό, περνάμε αξίες στα παιδιά μας που σιγά σιγά καθώς ωριμάζουν θα βλέπουμε να τις εφαρμόζουν στην πράξη. Πρέπει να ξέρουν ότι δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν κακό σε κάποιον και αυτό θα είναι το πρώτο που θα μάθουν. Μαθαίνουν όμως ότι υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά σε μία διένεξη. Μαθαίνουν ότι οι διαφορές λύνονται, και εξασκούνται ξανά και ξανά στον τρόπο που μπορούν να λύσουν τις δικές τους, με κάθε τσακωμό που θα προκύψει.
Με τον καιρό, θα μάθουν να ελέγχουν καλύτερα τα έντονα συναισθήματά τους και να αυτο–ρυθμίζονται, κάτι που δυσκολεύει ακόμα και αρκετούς ενήλικες. Σε μικρές ηλικίες κάτω των 5, η παρορμητικότητα είναι συνήθως ο κανόνας.
Αν λοιπόν δούμε το μεγαλύτερο παιδάκι που έχει θυμώσει να γίνεται επιθετικό αλλά τελικά να μη χτυπάει το άλλο, αυτό είναι ένα δείγμα ωριμότητας και σωστής καθοδήγησης από την πλευρά μας. Μία τέτοια ευκαιρία πρέπει να την αρπάξουμε από τα κέρατα και να επαινέσουμε το παιδί που κατάφερε να συγκρατηθεί λέγοντάς του, ιδανικά ιδιωτικά ώστε να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτό που θα του πούμε, ‘Μπράβο που παρόλο που θύμωσες κατάφερες να μη χτυπήσεις την/ον αδερφή/ό σου.’
Τέτοιες παρατηρήσεις δίνουν στο παιδί θάρρος ώστε να κάνει το ίδιο και την επόμενη φορά.
Έτσι, χτίζονται τα θεμέλια για τη μετέπειτα σχέση των παιδιών μας, ώστε αυτά να μεγαλώσουν ειρηνικά και να αναπτύξουν μία σχέση αγάπης και στοργής που θα τα συνοδεύει για μια ζωή.
Τί γίνεται αν η κατάσταση δεν βελτιώνεται;
Αν επεμβαίνετε στους καυγάδες των παιδιών με τον παραπάνω τρόπο, χωρίς να “κατηγορείτε” τον θύτη με τη στάση σας και βοηθώντας τα παιδιά να λύσουν τη διαφορά τους, χωρίς να τάσσεστε υπέρ του ενός ή του άλλου, και παρόλα αυτά η κατάσταση δεν βελτιώνεται, ενδέχεται το παιδί που έχει την επιθετική συμπεριφορά να πρέπει να νιώσει καλύτερα γενικότερα.
Συχνά, το μεγαλύτερο παιδί κουβαλάει πληγωμένα συναισθήματα από τότε που γεννήθηκε το αδερφάκι του που δεν έχει καταφέρει να επεξεργαστεί, και μάλιστα μπορεί και εμείς να τα έχουμε ενισχύσει με τη συμπεριφορά μας, αν για παράδειγμα μαλώναμε το μεγάλο παιδί που πείραζε το μικρό.
Αυτά τα συναισθήματα θα ήταν δύσκολα για όλους μας, και παρόλα αυτά, απαιτούμε από το μεγάλο παιδί, που μπορεί να είναι και ενός έτους, ή δύο ή τριών, να τα ξεπεράσει και να τα αποδεχτεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Για να νιώσει λοιπόν καλύτερα, πρέπει τακτικά να το κάνουμε να νιώθει μοναδικό, να νιώθει ότι το αγαπάμε και ότι είναι ξεχωριστό στην καρδιά μας.
Για το πώς μπορείτε να το κάνετε αυτό, διαβάστε: Αν το μεγάλο παιδί επιτίθεται συνεχώς στο μικρό, μπορεί η αιτία να είναι βαθύτερη