11 Δεκεμβρίου 2023
Τί να λέω στο παιδί μου όταν πέφτει και χτυπάει
Ανάγνωση σε 4,5′
Όλα τα παιδιά χτυπάνε, και μάλιστα συχνά. Η παιδική ηλικία είναι γεμάτη καρούμπαλα και γδαρμένα γόνατα. Και τα χτυπήματα πονάνε φυσικά. Όταν ένα παιδί χτυπήσει, είναι λογικό να αναστατωθεί και να κλάψει, κάνοντάς μας να ανησυχήσουμε και να αναστατωθούμε κι εμείς.
Ας δούμε τί μπορούμε να κάνουμε την κρίσιμη στιγμή, και μετά θα δούμε τους λόγους που αυτό συστήνεται, στα πλαίσια της θετικής διαπαιδαγώγησης .
Τι να κάνουμε όταν χτυπήσει
=> Αν το παιδί πέσει και σηκωθεί αμέσως να συνεχίσει το παιχνίδι του, δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα.
=> Αν κλαίει και έρθει σε εμάς, το πιο σημαντικό είναι να δούμε πόσο σοβαρό είναι.
Αν είναι κάτι που πιθανότατα θα περάσει από μόνο του, και δε χρειάζεται να ζητήσουμε ιατρική βοήθεια, μπορούμε να πούμε:
Ώχ, χτύπησες ε; Πρέπει να πόνεσε αυτό. Για να δω, πού ακριβώς πονάει; Κατάλαβες πώς έγινε;’
Αν μάς δείξει το παιδί πού πονάει, μπορούμε να φιλήσουμε το σημείο αν θέλουμε, είναι ένα όμορφο δείγμα αγάπης. Αν θέλει να μάς εξηγήσει πώς χτύπησε, θα το ακούσουμε με προσοχή. Η περιγραφή θα το βοηθήσει να καταλάβει και εκείνο τί ακριβώς έγινε.
Όπως και να έχει λέμε λίγα λόγια, τα πολλά είναι περιττά.
‘Μπορεί να πόνεσε, αλλά μην ανησυχείς, θα σου περάσει. Πέρασε ο πόνος;’
Αν ο πόνος έχει περάσει, το παιδί συνήθως θα σηκωθεί και θα συνεχίσει κανονικά το παιχνίδι του.
=> Αν το χτύπημα είναι ισχυρό και το παιδί πονάει πολύ, μπορεί να θέλει να μείνει στην αγκαλιά μας για λίγο μέχρι να περάσει το πρώτο σοκ και ο πόνος, να σταματήσει να κλαίει και να ηρεμήσει κάπως.
Μπορούμε να το κρατήσουμε κοντά μας όσο θέλει, να το χαϊδέψουμε αν το δεχτεί, χωρίς να πούμε πάρα πολλά.
‘Πρέπει να πόνεσε πολύ αυτό, το βλέπω.’ ‘Θα δεις, ο πόνος θα περάσει, δε κρατάει για πάντα.’
Μένουμε μαζί με το παιδί όσο εκείνο θέλει, και όταν αποφασίσει να φύγει, το αφήνουμε.
Γιατί είναι σημαντικό να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας
Μόλις χτυπήσει, το παιδί συνήθως ελέγχει να δει ποια είναι η αντίδρασή μας [1]. Αν με τον τρόπο μας του δείξουμε ότι είμαστε χαλαροί και ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αυτό το μήνυμα θα πάρει και το παιδί. Ακόμα και αν πονάει, η στάση μας θα το καθησυχάσει αμέσως και θα το ενθαρρύνει να ξεπεράσει το πρόβλημα γρήγορα για να γυρίσει στο παιχνίδι του.
Αν το παρακάνουμε και τρέξουμε πανικόβλητοι να δούμε τί έπαθε, ακόμα και στο μικρότερο χτύπημα, το παιδί μπορεί να αναστατωθεί και να ανησυχήσει ότι έπαθε κάτι σοβαρό. Είναι πιο πιθανό να φοβηθεί και να αντιδράσει έντονα καταφεύγοντας σε εμάς για παρηγοριά. Έτσι μπορεί να πάρει το μήνυμα ότι ακόμα και ένα μικρό χτύπημα είναι κάτι σοβαρό που δε μπορεί να ξεπεράσει μόνο του, χωρίς τη βοήθειά μας.
Η ήρεμη, χαλαρή στάση μας, σε μία δύσκολη στιγμή του παιδιού μας, είναι για το παιδί ενθαρρυντική. Η υπερβολική μας αντίδραση και ανησυχία δεν είναι, λειτουργεί αποθαρρυντικά.
Υπάρχει όμως και άλλος ένας λόγος που δεν συστήνεται να το παρακάνουμε. Αν δώσουμε στο συμβάν μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ό,τι του αναλογούν, και το παιδί βλέπει ότι με το να αντιδράει υπερβολικά όταν χτυπάει έχει αμέσως την προσοχή μας και την παρηγοριά μας, μπορεί μετά κάθε φορά που χτυπάει να αντιδράει υπερβολικά στα χτυπήματα, ακριβώς για αυτό τον λόγο [2]. Προκειμένου δηλαδή να τρέχουμε κάθε φορά να δούμε τί έπαθε, διακόπτοντας ό,τι άλλο κάναμε εκείνη τη στιγμή. Μπορεί μάλιστα να φτάσει στο σημείο να “σκηνοθετεί” σε έναν βαθμό τα χτυπήματα αν καταλάβει ότι αυτός είναι ένας τρόπος να έχει άμεσα την προσοχή και την παρηγοριά μας.
Γιατί είναι σημαντικό να δείξουμε ενσυναίσθηση
Όταν προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του παιδιού μας και να καταλάβουμε πώς νιώθει, το παιδί αισθάνεται ότι το καταλαβαίνουμε και ότι είμαστε κοντά του στη δύσκολη στιγμή του. Αυτό το βοηθάει να ηρεμήσει και να ξεπεράσει γρήγορα το πρόβλημα, ακόμα και αν πονάει αρκετά [3]. Άρα είναι προτιμότερο να πούμε για παράδειγμα:
‘ωχ, το είδα ότι έπεσες, πρέπει να πόνεσε αυτό…’
παρά να πούμε:
‘έλα τώρα, δεν είναι τίποτα, ένα χτυπηματάκι είναι, πώς κάνεις έτσι;’
Το δεύτερο δίνει το μήνυμα στο παιδί ότι δεν έχουμε ιδέα τί περνάει, αλλά το λαμβάνει και ως κριτική. Επίσης, δε το βοηθάμε να εμπιστεύεται τα συναισθήματά του (αναστάτωσης, ανησυχίας, στενοχώριας) και να τα εκφράζει όπως εκείνο νιώθει.
Η έκφραση των συναισθημάτων μας είναι θεραπευτική και η εμπιστοσύνη στα μηνύματα που μάς στέλνουν τα συναισθήματά μας καθοριστική για μία υγιή ανάπτυξη και τη μετέπειτα ψυχική μας υγεία [4].
Το κλάμα θα βοηθήσει το παιδί να αποβάλει το σοκ και την αναστάτωση από το χτύπημα και να ηρεμήσει. Θυμηθείτε, πρέπει να βιώσουμε τα δύσκολα συναισθήματα ώστε αυτά να ξεπεραστούν. Διαφορετικά, αποθηκεύονται ανεπεξέργαστα και θα έρθουν στην επιφάνεια αργά ή γρήγορα με κάποιο τρόπο [5].
Μπορεί κάποιος να πει ότι δείχνοντας ενσυναίσθηση κινδυνεύουμε να κάνουμε το παιδί μαλθακό. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Όταν το παιδί νιώθει ότι το καταλαβαίνουμε, αισθάνεται ασφάλεια να εκφράσει και να διαχειριστεί τα δύσκολα συναισθήματά του, και μαθαίνει από νωρίς να έχει αυτοέλεγχο ώστε να μπορεί να ξεπερνάει οποιαδήποτε δυσκολία συναντά με θάρρος. Δεκαετίες ερευνών έχουν δείξει ότι η ενσυναίσθηση οδηγεί σε πιο ασφαλείς και δυνατές κοινωνικές σχέσεις και σε παιδιά και σε ενήλικες που είναι πιο ικανοί να διαχειριστούν την αγανάκτηση και τις δυσκολίες, μεταξύ άλλων.
Η περιφρόνηση, η κριτική, η υποτίμηση του πόνου και των συναισθημάτων του παιδιού έχουν άμεση αρνητική επίδραση στην αυτοεκτίμηση του παιδιού, κλονίζοντας την αίσθηση της προσωπικής του αξίας και μειώνοντας το θάρρος του.
Γιατί είναι σημαντικό να αρχίσουμε νωρίς
Από μωρά ακόμα, τα παιδιά μπαίνουν σε μπελάδες. Αν στο παραμικρό χτύπημα αρπάζουμε το μωρό να δούμε τί έπαθε, θα περιμένει να το κάνουμε πάντα. Ακόμα και ένα μικρό μωρό μπορεί να δει ότι όταν χτυπάει και κλαίει έχει την άμεση ανταπόκριση της μαμάς ή του μπαμπά. Επομένως, όσο πιο ψύχραιμοι είμαστε στις αντιδράσεις μας από τη βρεφική κιόλας ηλικία, τόσο περισσότερο θα μάθει το παιδί μας ότι ένα χτύπημα είναι κάτι που μπορεί να αντέξει – και αυτό θα του δώσει θάρρος.
Είναι γεγονός ότι τα παιδιά μαθαίνουν να προσέχουν πολύ πιο γρήγορα και άμεσα από ένα ελαφρύ χτύπημα, παρά από τα λόγια μας, όσο και αν εξηγούμε ή τους λέμε να προσέχουν. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι θα βάλουμε το παιδί σε οποιαδήποτε κατάσταση κινδύνου, απλώς θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε το τί αποτελεί πραγματικό κίνδυνο και τί όχι, ώστε να δημιουργήσουμε ένα προστατευμένο περιβάλλον στο οποίο μπορεί να κινηθεί με ασφάλεια.
Το πώς ένας γονιός αντιμετωπίζει το παιδί του όταν αυτό πέφτει και χτυπάει, είτε αυτό είναι με υπερβολική παρηγοριά και παρέμβαση, ή με ενσυναίσθηση και μία ψύχραιμη στάση, φαίνεται αμέσως από την αντίδραση του παιδιού την κρίσιμη στιγμή.
Ακολουθώντας την παραπάνω τακτική, το παιδί σας θα κατεφεύγει σε εσάς μόνο όταν υπάρχει λόγος και θα φεύγει γρηγορότερα από την αγκαλιά σας όταν η “μπόρα” θα έχει περάσει.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία όμως, είναι το εξής: ένα πληγωμένο γόνατο θα γιάνει, ένα πληγωμένο κουράγιο μπορεί να μάς ακολουθεί για μια ζωή.