26 Φεβρουαρίου 2024
Πώς επιδρούν οι φωνές στο παιδί
Ανάγνωση σε 3’
Αν φωνάξεις σε ένα παιδί την ώρα που κάνει ποδήλατο και επιταχύνει ενώ μπροστά του βρίσκεται ένα χαντάκι, είναι σωτήριο για το ίδιο το παιδί. Τι γίνεται όμως αν του φωνάζεις καθημερινά για τα μαθήματα, για τα ρούχα του, για τη συμπεριφορά του ή για να θέσεις τα όριά σου ως γονιός;
Εκεί τα πράγματα αλλάζουν.
Χρησιμοποιώντας τον όρο ‘φωνές,’ εννοούμε απο τη μία την ένταση της φωνής, από την άλλη, το περιεχόμενο και τη σημασία των λέξεων, γιατί, ανεξάρτητα από την ένταση της φωνής, ένας γονιός μπορεί να πει κάτι στο παιδί που να το προσβάλλει, και να το πει χαμηλόφωνα, αυτό όμως δεν παύει να μειώνει και να πληγώνει το παιδί. Οι ταμπέλες για παράδειγμα, όπως το είσαι ‘τεμπέλης’ ή είσαι ‘χαζή’ που δεν έγραψες καλά στο διαγώνισμα, συγκαταλέγονται σε αυτό που αποκαλούμε ‘φωνές,’ όπως και η σύγκριση του παιδιού με άλλα, προκειμένου να το παροτρύνουμε να πράξει όπως αυτά.
Οι βιολογικές παρενέργειες των φωνών
Νευροεπιστήμονες έχουν κάνει πληθώρα ερευνών σχετικά με την επίδραση των φωνών. Μόλις τα παιδιά, και γενικά όλοι οι άνθρωποι, λάβουμε το μήνυμα ότι κάποιος μας φωνάζει, απευθείας ο οργανισμός μας μπαίνει σε κατάσταση μάχης, φυγής ή παγώματος.
Η αμυγδαλή του εγκεφάλου, που σχετίζεται με τις ενστικτώδεις αντιδράσεις μας, αντιδρά στα αρνητικά συναισθήματα και ο προμετωπιαίος λοβός που διαχωρίζει τα συναισθήματά μας, χάνει την ικανότητα να το κάνει. Ο σκεπτόμενος νους ‘κλείνει’ και μεταφερόμαστε σε κατάσταση διέγερσης όπου αυξάνονται η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη στο σώμα μας για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την απειλή.
Οι ψυχολογικές παρενέργειες των φωνών
Πρώτα απ’όλα, οι φωνές δεν διορθώνουν την συμπεριφορά που θέλουμε να αλλάξουμε. Ίσα ίσα, την ενισχύουν και την χειροτερεύουν. Σε έρευνα των πανεπιστημίων του Michigan και του Pittsburg, τα παιδιά που εκτίθενται σε περιβάλλον με φωνές είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη, αδιαφορία για το σχολείο, παραβατική συμπεριφορά, εκρήξεις θυμού, και αγχώδεις διαταραχές.
Επίσης, φωνάζοντας στο παιδί καθημερινά και συστηματικά, αυτομάτως χαλάει η σχέση γονιού-παιδιού. Σταματάει να κυριαρχεί ο σεβασμός και το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη του. Έτσι, απομακρύνεται, με κίνδυνο να χαθεί κάθε επικοινωνία. Ένα παιδί που δέχεται φωνές, χάνει το σεβασμό του στο γονιό.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που τίθεται, είναι η αυτοπεποίθηση του παιδιού, που καταρρακώνεται. Ειδικά αν οι φωνές συνοδεύονται από αρνητικές ταμπέλες και χαρακτηρισμούς. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης δυσκολεύει το παιδί στην καθημερινή του ζωή, στις σχολικές επιδόσεις, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, στις κοινωνικές του συναναστροφές, αλλά το καθιστά και εύκολο θύμα bullying ή αυξάνει τις πιθανότητες το παιδί να κάνει bullying σε άλλους.
Το παιδί, αν τελικά συνεργαστεί με αυτό που του έχουμε ζητήσει με φωνές, θα το κάνει, όχι επειδή θέλει, αλλά από φόβο. Το κίνητρο αυτό, εκτός του ότι δεν είναι το κίνητρο που θα θέλαμε το παιδί μας να έχει για να συνεργαστεί, είναι και παροδικό, γιατί στην πορεία, το παιδί σταματάει να φοβάται, αποκτά ανοσία στις φωνές, και θα θελήσει να μας εκδικηθεί, κάνοντας το αντίθετο από αυτό που θέλουμε.
Τέλος, με το να φωνάζουμε στο παιδί, τού δίνουμε ως πρότυπο τη λάθος συμπεριφορά. Ουσιαστικά του μαθαίνουμε ότι μπορεί να επιβληθεί με το να φωνάζει ή να προσβάλλει κάποιον άλλο, και είναι πιθανό στη συνέχεια να διαιωνίσει αυτή τη συμπεριφορά στον/ην μελλοντικό/ή σύντροφο, στους φίλους, στο δρόμο, στα παιδιά του. Επιπροσθέτως, το παιδί αποκτά ανθεκτικότητα στις φωνές και στη βία, με αποτέλεσμα να μην το απασχολεί όταν συμβαίνει αυτό γύρω του και να το αφήνει αδιάφορο.
Γιατί δυσκολευόμαστε να σταματήσουμε να φωνάζουμε;
Σε κανέναν δεν αρέσει να φωνάζει στο παιδί του. Συνήθως καταφεύγουμε στις φωνές όταν έχουμε φτάσει στα όριά μας και συχνά αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να οριοθετήσουμε το παιδί. Είναι λογικό, αν για παράδειγμα έχουμε πει στο παιδί μας πολλές φορές να κάνει κάτι και δε το κάνει, να καταλήγουμε να φωνάζουμε, καθώς, σε αυτή τη φάση, πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να ‘δουλέψει.’ Δε χρειάζεται όμως να καταλήξουμε στις φωνές. Οι φωνές δεν μάς χρειάζονται.
Κατά πάσα πιθανότητα, τις μάθαμε και εμείς από κάπου. Οι γονείς μας και οι παππούδες μας είναι πιο πιθανό να μεγάλωσαν με φωνές παρά χωρίς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι φωνές είναι όντως αποτελεσματικές στη στιγμή, παρόλο που αποτυχγάνουν παντελώς σε βάθος χρόνου, και παλαιότερα, δεν υπήρχαν έρευνες που να μας καταδείξουν ότι αυτός ο τρόπος καθοδήγησης των παιδιών είναι επιζήμιος. Το γεγονός είναι ότι όσοι άνθρωποι μεγάλωσαν σε αυστηρά περιβάλλοντα με συνεχείς φωνές, αναπαρήγαγαν τέτοιου είδους συμπεριφορές και στα παιδιά τους, χωρίς να γνωρίζουν τις συνέπειες.
Ποσο εύκολο είναι να σταματήσουμε να φωνάζουμε;
Αν φωνάξουμε μία φορά ή αν φωνάζουμε σχετικά σπάνια, δεν υπάρχουν επιπτώσεις. Και θα συμβεί. Οι επιπτώσεις εμφανίζονται όταν οι φωνές είναι συστηματικές.
Με γνώση και πρόθεση, μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο των φωνών, και να εξασφαλίσουμε στα παιδιά μας μία σχέση που να βασίζεται στον σεβασμό, στην κατανόηση και στην ενθάρρυνση ώστε να κάνουν το σωστό. Τίποτα δεν είναι μη αναστρέψιμο και ανεπανόρθωτο. Χιλιάδες γονείς καταφέρνουν να σταματήσουν τις συνεχείς φωνές ολοκληρωτικά μέσα σε 3 με 6 μήνες. Δεν είναι εύκολο, αλλά με την ευαισθητοποίηση και τη γνώση για το τί μπορούμε να κάνουμε αντί για φωνές, κάθε γονιός που κάνει αυτή την προσπάθεια, δεν γυρνάει ποτέ πίσω.