12 Δεκεμβρίου 2023
Όταν ένα παιδάκι αρνείται να δώσει ένα αντικείμενο που κρατά
Ανάγνωση σε 4′
Πόσες φορές έχει τύχει να θέλετε να πάρετε κάτι από το παιδάκι σας και να μην σας το δίνει; 5; 10; 100; Όσο και αν είναι δύσκολο να ξέρετε ακριβώς πόσες είναι αυτές, μάλλον είναι αρκετές.
Τα παιδιά δύσκολα αποχωρίζονται κάτι που έχουν καταφέρει να πάρουν στα χεράκια τους και δεν θα το κάνουν με μία απλή, ευγενική ερώτηση, όπως ίσως θα περιμένατε να κάνει ένας μεγάλος.
Όταν όμως αυτό το κάτι που κρατούν είναι ένα παιχνίδι που έχουν πάρει από κάποιο άλλο παιδάκι στην παιδική χαρά και πρέπει φυσικά να το δώσουν πίσω, ξεκινάει ο δικός σας ‘γολγοθάς.’ Μπροστά στο άλλο παιδάκι, στη μαμά του ή/και στον μπαμπά του και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο που κοιτάει με περιέργεια, πρέπει να αφαιρέσετε το παιχνίδι από τα χέρια του παιδιού σας.
Φυσικά, δεν θέλετε να το κάνετε απότομα και να ξεκινήσει να κλαίει χωρίς σταματημό, ούτε όμως να το παρακαλάτε να σάς το δώσει για ατελείωτη ώρα. Αισίως, υπάρχει ένας τρόπος που μπορείτε χωρίς πολλές εξηγήσεις, χωρίς φωνές και χωρίς πολλά δράματα, να κάνετε το παιδί σας να σάς δώσει αυτό που κρατάει.
Ποιος είναι αυτός; Κάνοντάς του μία απλή ερώτηση: ‘Θα μου το δώσεις, ή να το πάρω εγώ;’(με σταθερό και ήρεμο τόνο)
Μπορεί να χρειαστεί να κάνετε την ερώτηση έως και τρεις–τέσσερις φορές για να δώσετε στο παιδί λίγο χρόνο να το σκεφτεί και ίσως να το δώσει μόνο του. Αν όμως μετά την τρίτη–τέταρτη φορά δεν το κάνει, τότε απλώς το παίρνετε από τα χεράκια του χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν αντιδράσει με παράπονο και κλάματα, η αντίδρασή του είναι απόλυτα φυσιολογική. Ήθελε να κρατήσει κάτι και του το πήρατε. Όμως, το παιδί ξέρει πολύ καλά ότι έπρεπε να επιστρέψει το παιχνίδι, γιατί αν κάποιο άλλο παιδάκι είχε πάρει το δικό του παιχνίδι, θα το ήθελε πίσω. Δε χρειάζεται να αναλώνεστε σε εξηγήσεις για τους λόγους που πρέπει να το επιστρέψει λοιπόν, κάτι που κάνουμε πολλοί γονείς στην προσπάθειά μας να πείσουμε το παιδί για κάτι που ξέρει ήδη.
Γιατί είναι αποτελεσματική αυτή η μέθοδος;
- Γιατί με μία απλή ερώτηση, πετυχαίνουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε.
- Αλλά και επειδή λέμε στο παιδί μας μεν τί πρέπει να γίνει, θέτοντας όρια, δίνοντάς του όμως ταυτόχρονα και μία επιλογή. Είτε να μάς το δώσει ή να το πάρουμε εμείς. Όταν δίνουμε στα παιδιά μας επιλογές, σεβόμαστε το δικαίωμά τους να αποφασίσουν για το πώς θα χειριστούν μία κατάσταση, στέλνοντάς τους το μήνυμα ότι έχουν και εκείνα κάποια δύναμη και ελευθερία στις επιλογές τους. Έτσι, τους δείχνουμε σεβασμό και χτίζουμε λιθαράκι λιθαράκι, την αυτοεκτίμησή τους. Το παιδί που μετά την ερώτηση θα δώσει το παιχνίδι με τη θέλησή του, θα νιώσει καλά γιατί ακολούθησε τη σωστή κοινωνική συμπεριφορά και τις ανάγκες που απαιτούσε η κατάσταση. Το παιδί από το οποίο πήραμε το παιχνίδι παρόλο που δε μάς το έδωσε από μόνο του, δε θα νιώσει το ίδιο καλά, όμως θα ξέρει ότι του δώσαμε μία επιλογή να συμπεριφερθεί ανάλογα με τις ανάγκες της κατάστασης και θα αντιληφθεί ότι του φερθήκαμε με σεβασμό χωρίς να καταπατάμε τα δικαιώματά του. Έτσι δεν θα αποδώσει την απογοήτευσή του στον ‘κακό’ γονιό, αλλά στη δύσκολη κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Την επόμενη φορά λοιπόν, είναι πιο πιθανό να μάς το δώσει ηθελημένα.
- Γιατί μπορούμε να απευθυνθούμε στα παιδιά μας πάντα σε φιλικό τόνο, χωρίς επιπλήξεις, φωνές και άλλα παρόμοια που θα ‘φούντωναν’ την κατάσταση για γονιό και παιδί.
- Γιατί εφόσον έχουμε ρωτήσει το παιδί και μάς έχει δώσει το παιχνίδι ή το έχουμε πάρει εμείς από τα χεράκια του, θα αντιδράσει μεν εκφράζοντας την απογοήτευσή του, αλλά η αντίδρασή του θα έχει μικρή διάρκεια. Σύντομα, το παιδί θα καταλάβει ότι αυτό που έπρεπε να γίνει έγινε, και θα προχωρήσει παραπέρα.
- Γιατί οι ατελείωτες εξηγήσεις που δίνουμε προκειμένου να πείσουμε το παιδί να επιστρέψει το παιχνίδι, είναι περιττές. Οι περισσότεροι γονείς δεν υποψιάζονται ότι τα παιδιά που αρνούνται κατηγορηματικά να επιστρέψουν κάτι που ξέρουν ότι πρέπει να επιστρέψουν, δε το κάνουν για να κρατήσουν το αντικείμενο, αλλά για να απασχολήσουν τους γονείς τους. Τα μικρά παιδιά τρελαίνονται να απασχολούν τους γονείς τους, και όταν βρίσκουν τρόπους να το κάνουν, επαναλαμβάνουν τη συμπεριφορά με κάθε ευκαιρία. Είναι ένας τρόπος να νιώσουν ότι έχουν δύναμη σε σχέση με τους μεγάλους. Και τί θέλει περισσότερο ένα παιδί με περιορισμένες γνώσεις, ικανότητες και ελευθερία; Δύναμη!
- Γιατί στην πράξη, το παιδί ξέρει ότι αν το αποφασίσετε, εσείς έχετε την ικανότητα και τη φυσική δύναμη να του το πάρετε θέλει δεν θέλει.
- Γιατί – και πάλι – οι φωνές, η τιμωρία, οι απειλές και άλλες δυσάρεστες καταστάσεις για το παιδί και τον γονιό, μπορούν να αποφευχθούν 100%.
Αν χρησιμοποιήσετε αυτή τη μέθοδο μία, δύο, δέκα φορές, θα δείτε ότι το παιδί σας θα αρχίσει να επιστρέφει αντικείμενα πολύ πιο εύκολα από πριν και η αντίδρασή του θα γίνεται όλο και πιο ήπια. Έτσι, θα έχετε καταφέρει να εκπαιδεύσετε το παιδί σας στους κανόνες της σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς με σεβασμό πάντα στο ίδιο το παιδί και στα δικαιώματά του.
Ελπίζουμε να είναι αυτονόητο ότι χρησιμοποιούμε αυτή τη μέθοδο, μόνο όταν είναι εντελώς απαραίτητο το παιδί να μάς δώσει κάτι, όπως το παιχνίδι ενός άλλου παιδιού, ένα επικίνδυνο αντικείμενο ή το τάμπλετ που αρνείται να κλείσει μετά τον προβλεπόμενο χρόνο πχ. Σε κάθε άλλη περίπτωση μπορούμε να αφήσουμε το παιδί να κρατήσει αυτό που θέλει τόσο πολύ.
Τέλος, η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιστάσεις όπως όταν πρέπει να φύγουμε από έναν χώρο και το παιδί δεν θέλει (Εγώ φεύγω, θα μείνεις ή θα έρθεις μαζί μου; ), όταν κάνει θόρυβο ή ενοχλεί και πρέπει να απομακρυνθεί από τον χώρο (θα πας μόνη/ος σου στο δωμάτιό σου ή να σε πάω εγώ;) και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
Μία σημείωση για τις ηλικίες
Από τη στιγμή που ένα παιδί καταλαβαίνει αυτά που λέτε, μπορεί να καταλάβει και αυτό.
Είναι επομένως ασφαλές να χρησιμοποιήσετε τη μέθοδο αυτή σε παιδιά από 6 μηνών. Παρόλο που μπορεί να νομίζουμε ότι τα μωρά δεν καταλαβαίνουν, μπορούν εύκολα να αντιληφθούν τις καλές προθέσεις που κρύβει ένα χαμόγελό μας και την αναγκαιότητα που έχει μία πράξη μας.
Ένα παιδί έως και 1,5 – 2 ετών δυσκολεύεται να καταλάβει τους λόγους που πρέπει να επιστρέψει κάτι, δεν έχει αποκτήσει ακόμα την αντίληψη που απαιτείται για αυτό.
Από τα 3 και πάνω τα παιδιά έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη κοινωνική αντίληψη και μπορεί να επιστρέψουν κάτι και από μόνα τους, χωρίς να τους το επιβάλλουμε.